ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΙ ΔΙΑΛΟΓΟΙ – ΒΟΛΟΣ 2019
Αιγιάλειος. Παράκτιες Αλιευτικές, Αλατοπηγικές και Μεταποιητικές Βιοτεχνικές Δραστηριότητες από την Αρχαιότητα μέχρι Σήμερα.
Υπεύθυνες Συνεδρίας:
- Τατιάνα Θεοδωροπούλου
- Γαλλικό Ίδρυμα Ερευνών (CNRS)
- Αγγελική Πανοπούλου
- Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών (ΕΙΕ)
Το Αιγαίο αποτελεί πολύτιμη πηγή τόσο διατροφικών πόρων όσο και πρώτων υλών για τους πληθυσμούς που κατοίκησαν και κατοικούν γύρω από αυτό, από τους προϊστορικούς χρόνους μέχρι σήμερα. Η εκμετάλλευση αλλά και η μεταποίηση των προϊόντων της θάλασσας συχνά λαμβάνουν χώρα στην ακτή, που αποτελεί έτσι μια κομβική ζώνη συνάντησης ανθρώπων και θαλάσσιου περιβάλλοντος, διεξαγωγής βιοτεχνικών δραστηριοτήτων και έκφρασης τεχνικών και ιδεών σχετιζόμενων με αυτές. Η παρούσα συνεδρία προτείνει την παρουσίαση των ποικίλων δραστηριοτήτων που σχετίζονται με τη θάλασσα και λαμβάνουν χώρα στην ακτή ή σε κοντινή απόσταση από αυτήν με σκοπό τη διερεύνηση της δυναμικής της παράκτιας ζώνης ως μέρος της ζωτικής επικράτειας των αιγαιακών παράκτιων κοινοτήτων και ως τόπο οικονομικών, τεχνολογικών και κοινωνικών εξελίξεων. Τέτοιες δραστηριότητες μπορεί να περιλαμβάνουν: την παράκτια αλιεία, τις ιχθυοκαλλιέργιες, την εκμετάλλευση αλυκών, την παραγωγή πορφύρας, την μεταποίηση αλιευμάτων σε ιχθυηρά προϊόντα. Η παρακολούθηση αυτών των αλιευτικών, αλατοπηγικών και μεταποιητικών δραστηριοτήτων μέσα στον χρόνο, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, μπορεί να φωτίσει τη σημασία της παράκτιας ζώνης σε ορισμένες περιοχές ή σε συγκεκριμένες περιόδους. Ταυτόχρονα, μπορεί να δώσει πληροφορίες για τη γεωμορφολογική και βιογεωγραφική ταυτότητα παράκτιων περιοχών που έχουν σήμερα μεταλλαχθεί από τις πρόσφατες οικιστικές και τουριστικές παρεμβάσεις, προτείνοντας την επιστροφή σε μια αειφόρο διαχείριση των πολύτιμων αυτών οικολογικών ζωνών.
ΣΥΜΜΕΤΕΧΟΝΤΕΣ
Δανάη Θεοδωράκη (Αρχαιολόγος [ΜΑ])
Επιτόπια οστρεοαρχαιολογική έρευνα στην περιοχή του Θερμαϊκού Κόλπου
Το θέμα της παρουσίασης αυτής είναι η μικρής κλίμακας επιτόπια εθνοαρχαιολογική έρευνα που πραγματοποιήθηκε στην περιοχή που περιβάλλει τον Θερμαϊκό Κόλπο αλλά και στη Λήμνο προκειμένου να διερευνηθούν ορισμένες όψεις της συλλογής και της κατανάλωσης των οστρέων στην προϊστορία. Μέσα από τις συνεντεύξεις που διεξάχθηκαν επιχειρήθηκε να προσεγγιστούν ορισμένα αρχαιολογικά ερωτήματα, τα οποία είναι δυσπρόσιτα μέσα από τα υλικά κατάλοιπα, καθώς και να προταθούν ορισμένες ερμηνείες γύρω από ορισμένα μοτίβα που παρατηρούνται σε αυτά. Η έρευνα που έγινε είχε ως στόχο τη διερεύνηση των τρόπων και των μέσων συλλογής των οστρέων, της εποχικότητας της συλλογής και της αλιείας, της σύνθεσης των συλλεκτικών ομάδων και των κοινωνικών διαστάσεων της συλλεκτικής δραστηριότητας, αλλά και να σκιαγραφήσει –στο βαθμό που ήταν εφικτό- τη σχέση των ανθρώπων με το περιβάλλον, σε αυτή την περίπτωση το παράκτιο και θαλάσσιο περιβάλλον καθώς και τον ρόλο και τη σημασία της ενασχόλησης με τη θάλασσα στις ζωές των πληροφορητών, λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη και εθνογραφικά παράλληλα από άλλα μέρη του κόσμου. Ζητούμενο αποτέλεσε ο τρόπος με τον οποίο οι αρχαιολόγοι μπορούμε να προσεγγίσουμε τη βιωμένη εμπειρία και τις πρακτικές των ανθρώπων των προϊστορικών κοινοτήτων και να κατανοήσουμε καλύτερα τη σχέση τους με τα όστρεα, στην προκειμένη περίπτωση, και με το θαλάσσιο και το παραθαλάσσιο περιβάλλον.
Μαρία Λεοντσίνη (Κύρια ερευνήτρια, Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών)
Αιγιαλός και ιχθυότοποι: Τα βυζαντινά θαλάσσια πρόθυρα
Η αλιεία κατά τους πρωτοβυζαντινούς χρόνους ήταν στενά δεμένη με την πολυέργεια του αγροτικού βίου, και την εποχή αυτή η πρόσβαση στον αιγιαλό υπόκειτο στη νομοθεσία που αρχικά τον όριζε ως «πράγμα κοινό». Όταν η εκμετάλλευση των ιχθυότοπων άρχισε να γίνεται περισσότερο εντατική προς τα τέλη του 8ου αιώνα, τουλάχιστον στις ακτές της Προποντίδας, μαρτυρείται η επίβλεψη και η φορολόγηση των αλιευμάτων στον τόπο διάθεσής τους κοντά στις ακτές. Γενικά, η παρακολούθηση της αλιευτικής δραστηριότητας και ειδικότερα της παράκτιας αλιείας από το κράτος εξακολουθούσε να είναι πολύ στενή και ορισμένα αλιεύματα προορίζονταν ειδικά για το αυτοκρατορικό τραπέζι. Κατά τη μέση βυζαντινή εποχή, η αλιευτική δραστηριότητα γίνεται πιο εντατική, όταν ακριβώς αναθερμαίνεται το ενδιαφέρον για την επέκταση της μεγάλης ιδιοκτησίας. Τότε ακριβώς, εισάγονται νόμοι που καθορίζουν πολύ συγκεκριμένα την εκμετάλλευση των τόπων που διασφάλιζαν την πρόσβαση στην παράκτια χερσαία ζώνη και τις αποστάσεις ανάμεσα στους τόπους αλιείας.
Σύντομα η αλιεία μετατρέπεται σε διαδικασία που άρχισε να στηρίζεται σε πιο δαπανηρά αλιευτικά μέσα, απαιτούσε ειδική τεχνογνωσία και έκανε χρήση εκτεταμένων παράκτιων ζωνών. Η επένδυση με σκοπό τη συντήρηση του αλιευτικού εξοπλισμού και των αλιευτικών μέσων, μαζί με τη σημασία που είχε πάντοτε η γαιοκτησία στο Βυζάντιο, συνετέλεσαν στην αποδοτικότερη παραγωγή αλιευμάτων, η οποία έγινε ιδιαίτερα προσοδοφόρα και αποτέλεσε μέρος της διαδικασίας που ενίσχυε το εισόδημα ισχυρών παραγόντων της οικονομικής και της πολιτικής ζωής της βυζαντινής πρωτεύουσας και των επαρχιών, οι οποίοι ήταν σε θέση να ελέγχουν τα θαλάσσια πρόθυρα και να τα εκμεταλλεύονται προς όφελος των ιδιωτικών τους συμφερόντων. Θα επιχειρηθεί να δειχθεί κατά πόσον οι ιχθυότοποι που καταγράφονται στις βυζαντινές πηγές αποτελούν μέρος των μεγάλων περιουσιών που ανήκαν σε κοσμικούς άρχοντες, καθώς και εκκλησιαστικά ή μοναστικά ιδρύματα, με βάση την καταγραφή των αλιευτικών τόπων, καθώς και των μέσων τα οποία εξασφάλιζαν την αποδοτικότερη εκμετάλλευση των αλιευτικών πόρων. Η αποδελτίωση του σχετικού υλικού προέρχεται από το Έργο: Π.2.1.4.: «Ήμερη και άγρια πανίδα στον ελλαδικό χώρο (4ος-15ος αι.): Γραπτές μαρτυρίες και αρχαιολογικά τεκμήρια», που διεξάγεται στο πλαίσιο της πράξης Αναπτυξιακές Προτάσεις Ερευνητικών Φορέων – Αναβαθμίς (ΙΙΕ/ΕΙΕ).
Kώστας Γ. Τσικνάκης (Ερευνητής, Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών)
Από τις βραχώδεις κοιλότητες στις οργανωμένες αλυκές: Οι αλυκές της Κρήτης στα τέλη του 16ου αιώνα
Aπό τα πρώτα χρόνια της παρουσίας της στην Kρήτη, στις αρχές του 13ου αιώνα, η Bενετία, ασχολήθηκε με το θέμα της δημιουργίας αλυκών. Απώτερος στόχος ήταν η αντικατάσταση των βραχωδών κοιλοτήτων με οργανωμένες τεχνητές αλυκές. Έτσι μόνο θα καλύπτονταν οι ιδιαίτερα αυξημένες ανάγκες του ντόπιου πληθυσμού και, σε περίπτωση που η παραγωγή ήταν μεγάλη, θα εξάγονταν ορισμένες ποσότητες του προϊόντος στη Mητρόπολη. H συστηματική προσπάθεια που καταβλήθηκε, με την αποστολή ειδικών προσώπων που εξέτασαν τους κατάλληλους χώρους δημιουργίας αλυκών, έφερε αποτελέσματα. Έως τον 16ο αι., μαρτυρείται η λειτουργία πολλών αλυκών, σε παράκτιες περιοχές του νησιού, κυρίως στη Σούδα και στη Σπιναλόγκα. Oι εξαγωγές προς τη Bενετία, ωστόσο, ποτέ δεν κυμάνθηκαν σε υψηλά επίπεδα.
Στα τέλη του 16ου αι. δημιουργήθηκε μια νέα κατάσταση στον χώρο παραγωγής και διακίνησης του αλατιού. H Kύπρος, που κάλυπτε ώς τότε το μεγαλύτερο τμήμα των αναγκών του προϊόντος στη Bενετική Eπικράτεια, πέρασε στα χέρια των Οθωμανών. Για την αντιμετώπιση της κατάστασης αναζητήθηκαν εναλλακτικές λύσεις και, το κύριο βάρος έπεσε στην Kρήτη, που αποτελούσε πλέον τη σημαντικότερη αποικία της Bενετίας στην Aνατολή.
Στην ανακοίνωση παρουσιάζονται οι πρωτοβουλίες που ανέλαβε η Βενετία για την ολοκλήρωση του εγχειρήματος. Όπως συνάγεται από τη μελέτη του αρχειακού υλικού που εντοπίστηκε στο Kρατικό Aρχείο της Bενετίας, το αποτέλεσμα υπήρξε επιτυχημένο. Oι αλυκές που λειτουργούσαν από τα προηγούμενα χρόνια προσαρμόστηκαν στα νέα δεδομένα. Πολλές νέες κατασκευάστηκαν επίσης σε διάφορες περιοχές του νησιού. H συμβολή των ντόπιων κατοίκων, όλη αυτήν την περίοδο, ήταν καθοριστικής σημασίας. Ώς τα μέσα του 17ου αιώνα, οι αλυκές της Kρήτης κάλυψαν σε ικανοποιητικό βαθμό το κενό που δημιουργήθηκε με την απώλεια της Kύπρου.
Αγγελική Πανοπούλου (κύρια ερευνήτρια, Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών)
Παραγωγή σόδας στον παράκτιο ελληνικό χώρο για τα βενετικά υαλουργεία
Η σόδα (cenere) πλυσίματος (ανθρακικό νάτριο, Na2CO3) ήταν απαραίτητη για τη λειτουργία των σαπωνοποιείων, των υαλουργείων και των βαφείων. Παραγόταν κυρίως με την καύση αλόφυτων (φυκιών, αλμυρήθρων, αλμυρικιών) που φυτρώνουν σε αλίπεδα και αλυκές, οι στάχτες των οποίων περιέχουν 20-33% ανθρακικό νάτριο. Με την καύση το χλωριούχο νάτριο, δηλαδή το αλάτι των φυτών, μετατρεπόταν σε ανθρακικό νάτριο.
Η Βενετία από τον 13ο αι. και ύστερα προμηθευόταν σόδα για τα υαλουργεία και τα σαπωνοποιεία της από την Αίγυπτο και τη Συρία, καθώς και από τις κτήσεις της: Κύπρο, Κρήτη και Κέρκυρα. Η συνεχώς αυξανόμενη ζήτηση εντατικοποίησε τις εισαγωγές από τις τελευταίες, καθώς η σόδα τους ήταν εξαιρετικής ποιότητας και βελτίωνε την καθαρότητα των φημισμένων βενετικών κρυστάλλων. Σημαντικές ποσότητες σόδας που έφθαναν στη Βενετία προέρχονταν ειδικότερα από την Κρήτη, όπου στις αρχές του 16ου αι. ιδιώτες προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν τον πλούσιο σε είδη αλόφυτων παράκτιο χώρο του νησιού και να επενδύσουν στην παραγωγή της. Συμβόλαια της ίδιας εποχής μαρτυρούν τη λειτουργία υαλουργείων στο νησί για την κατασκευή γυάλινων χαντρών, που προφανώς χρησιμοποιούσαν τις τοπικές πρώτες ύλες (ξυλεία, σόδα). Στο κερδοφόρο εμπόριο της κρητικής σόδας είχε επιβληθεί αυστηρή φορολόγηση ώς το δεύτερο μισό του αιώνα.
Βύρων Αντωνιάδης (Ερευνητής, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών)
Ζώντας στο κέντρο των Κυκλάδων: Μια εθνοαρχαιολογική προσέγγιση για την αρχαία Δήλο
Η Δήλος κατά την αρχαιότητα ήταν ένας από τους σημαντικότερους θρησκευτικούς τόπους του Αιγαίου και έδρα της συμμαχίας των ελληνικών πόλεων μετά τους Περσικούς πολέμους. Στη συνέχεια αποτέλεσε για τους Ρωμαίους το μεγαλύτερο εμπορικό κέντρο της ανατολικής Μεσογείου. Ταυτόχρονα ήταν και ο τόπος των Δηλίων, οι οποίοι έπρεπε να ζουν σε ένα νησί έκτασης μόλις 3,5 τ.χμ. Η προσαρμογή των κατοίκων σε ένα εξαιρετικά περιορισμένο χώρο αναδεικνύεται μέσα από τα αρχαιολογικά ευρήματα που μαρτυρούν τις διατροφικές τους συνήθειες.
Το παρόν άρθρο παρουσιάζει ευρήματα που σχετίζονται με τον τρόπο ζωής των Δηλίων και τη σχέση τους με τη θάλασσα. Πρωτεύοντα ρόλο σε αυτήν την έρευνα παίζει το παρακείμενο νησί της Ρήνειας, αλλά και η Μύκονος. Για να γίνει πιο κατανοητή η σχέση αυτών των τριών νησιών στην αρχαιότητα, θα μελετηθεί και η αλληλοεπίδραση τους και στη σύγχρονη περίοδο. Το πρώτο παράδειγμα θα είναι από τα μέσα του 20ου αιώνα όπου η αγροτική και κτηνοτροφική παραγωγή ήταν η σημαντικότερη πηγή εισοδήματος για τους κατοίκους αυτών των νησιών. Το δεύτερο παράδειγμα αφορά τη σημερινή εποχή και τον τρόπο που ο τουρισμός, μέσω των θαλάσσιων οδών, έχει διεισδύσει στη οικονομία αυτών των νησιών. Το γεγονός ότι ολόκληρα τα νησιά της Δήλου και της Ρήνειας είναι χαρακτηρισμένοι αρχαιολογικοί χώροι αποτελεί έναν ακόμη παράγοντα που διαφοροποιεί τη ζωή των λιγοστών πλέον κάτοικων.
Παρόλο που η λέξη νησιωτικότητα είναι αρνητικά φορτισμένη και αναφέρεται στις δυσκολίες της ζωής σε απομονωμένα νησιά, το παρόν άρθρο επιχειρεί να αναδείξει την προσαρμογή των ανθρώπων σε ένα διαφορετικό τρόπο ζωής σε προηγούμενες ιστορικές περιόδους.
Εύη Μικρομάστορα (Αρχαιολόγος [PhD])
Σαλαμίνα, παράκτια δραστηριότητα από την αρχαιότητα έως σήμερα, Πέρανι, Κακή Βίγλα, Κούλουρη (Μεγάλη Σκάλα), Φανερωμένη
Η παράκτια δραστηριότητα και οι προεκτάσεις της στην οικονομική, κοινωνική και λατρευτική ζωή της νήσου Σαλαμίνας απετέλεσε τον κύριο λόγο διαβίωσης των κατοίκων της από την αρχαιότητα έως σήμερα. Κύριος σκοπός αυτής της μελέτης είναι να αποδείξει την σημαντική εμπλοκή του αιγιαλού, της ακτής στην αγροτική, εμπορική, κοινωνική και λατρευτική ζωή των κατοίκων της Σαλαμίνας .
Η μικρή αγροτική κοινωνία του Πέρανι στο νότιο τμήμα της νήσου, χρησιμοποιούσε το παράκτιο ψηφιδοπαγές πέτρωμα (beach-rock) εφαρμόζοντας μια ιδιαίτερη τεχνική αποκόλλησης του, ως μυλόλιθο για την άλεση των σιτηρών.
Στο ανατολικό τμήμα , στον όρμο της Κακής Βίγλας , οι εγκαταστάσεις του αρχαίου λιμανιού συνέβαλαν στην εμπορική διάθεση των τοπικών ελαιοπαραγωγικών προϊόντων από τα κοντινά αρχαία ελαιοτριβεία (στην περιοχή έως σήμερα λειτουργούν ελαιοτριβεία).
Στο κέντρο της σύγχρονης πόλης της Κούλουρης, στην Μεγάλη Σκάλα, η κοινωνική, εμπορική και αλιευτική δράση ανθεί από την αρχαιότητα έως σήμερα στο κεντρικότερο σημείο συνάθροισης του νησιού.
Στην Φανερωμένη, στο βορειοδυτικό άκρο , έναντι της Ελευσίνας των Μυστηρίων και της Μεγαρίδας , δεσπόζει η Ιερά Μονή Παναγίας Φανερωμένης σε απόσταση λίγων μέτρων από τον αιγιαλό,( πλήθος αρχαίου οικοδομικού υλικού , ιωνικών κιονόκρανων, επιτύμβιων στηλών και μιας μαρμάρινης, ανάγλυφης γυναικείας μορφής με φυτική διακόσμηση, οδηγούν στην πιθανή ύπαρξη μικρού ιερού αφιερωμένο στην θεά Δήμητρα), ενώ αρχιτεκτονικά επιφανειακά κατάλοιπα του αρχαίου λιμανιού δεικνύουν την επικοινωνία με την απέναντι ακτή για λατρευτικούς- προσκυνηματικούς λόγους και όχι μόνο, παγιδεύοντας την εικόνα μιας διαχρονικής πράξης, καθώς έως σήμερα προσκυνητές δια θαλάσσης επισκέπτονται την Μονή την ημέρα που πανηγυρίζει , στις 23 Αυγούστου.
Η τεκμηρίωση της διαχρονικότητας των πράξεων της παράκτιας δραστηριότητας από την αρχαιότητα έως σήμερα στην Σαλαμίνα, αποτελεί την κύρια πρόκληση της μελέτης αυτής.
Τίτλοι συνεδριών
- Αρχαιολογικοί Παράδεισοι: Zήσε τον αρχαιολογικό σου μύθο στην Ελλάδα!
- Πολιτικές και αισθητικές χαρτογραφήσεις της Μεσογείου στη σύγχρονη συνθήκη.
- Αιγιάλειος. Παράκτιες Αλιευτικές, Αλατοπηγικές και Μεταποιητικές Βιοτεχνικές Δραστηριότητες από την Αρχαιότητα μέχρι Σήμερα.
- Ανασυνθέτοντας τα νησιωτικά «τοπία δράσης» στο Αιγαίο. Η Εποχή του Λίθου.
- Διαχείριση Ενάλιων Αρχαιολογικών Χώρων. Μια Δύσκολη Υπόθεση στην Προσπάθεια Ανάδειξης της Ενάλιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς.
- «Αναζητώντας την Χαμένη Ατλαντίδα». Η Εικόνα του Κοινού για τις Ενάλιες Αρχαιότητες.
- Η Θάλασσα ως «Θανατοπεδίο».
- Αρχαιολογία των Μέσων.
- Οι Μικρασιάτες Πρόσφυγες και η Θάλασσα.
- Ναυτικός Αθλητισμός - Ναυτικές Αθλητικές Εγκαταστάσεις. Από τα Προφανή των Αρχείων στα Αφανή της Μνήμης.
- Τοπικά Ενθύμια: Παρελθόν, Παρόν και Μέλλον.
- Πνοές ανέμων κινούν καράβια (επίσκεψη-συζήτηση στην έκθεση του Αρχαιολογικού Μουσείου Βόλου).